δικαιόφρονας

δικαιόφρονας
ο, η (AM δικαιόφρων)
αυτός που σκέφτεται σύμφωνα με το δίκαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -φρων < φρην*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”